- υπερμετρώ
- -έω, Α [ὑπέρμετρος]υπερβαίνω το μέτρο, ξεχειλίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερμέτρῳ — ὑπέρμετρος beyond all measure masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδία — παιδία, ιων. τ. παιδίη, ἡ (Α) [παις, παιδός] 1. η παιδική ηλικία («ἐν παιδίῃ καὶ νεότητι», Ιπποκρ.) 2. το παιδαριώδες τού τρόπου («ἢ γήρᾳ ὑπερμέτρῳ ξυνεχόμενος ἢ παιδίᾳ χρώμενος», Πλάτ.) … Dictionary of Greek